- φωταγώγηση
- η, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φωταγωγώ, φωτισμός με πολλά φώτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωταγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωταγώγησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωταγώγηση — η φωτοχυσία, φωταψία, φωτισμός με πολλά φώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευαυγία — εὐαυγία, ἡ (Α) [ευαυγής] η φωταγώγηση … Dictionary of Greek
περιαύγαση — η [περιαυγάζω] 1. η φωταγώγηση ολόγυρα, φωτοχυσία 2. η περιβολή κάποιου με δόξα και φήμη 3. το φαινόμενο τής οπτικής κατά το οποίο μία επιφάνεια που δέχεται ισχυρό φωτισμό φαίνεται μεγαλύτερη από όση είναι στην πραγματικότητα … Dictionary of Greek
φωταγωγία — η, ΝΜΑ [φωταγωγός] πλούσιος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία (μσν. αρχ.) διαφώτιση τής ψυχής και τού πνεύματος αρχ. (για αστέρα) καθοδήγηση με εκπομπή φωτός … Dictionary of Greek
φωταψία — η, ΝΜ άπλετος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αψία (< άπτης < ἅπτω «αγγίζω, ανάβω»), πρβλ. λυχν αψία, χειρ αψία] … Dictionary of Greek
Λαγανάς — I Κόλπος στο νότιο τμήμα της Ζακύνθου, μήκους 10 χλμ. και πλάτους κατά μέσο όρο 200 μ., που ορίζει το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας ακτογραμμής του νησιού. Στον κόλπο του Λ. βρίσκονται τα νησιά Μαραθονήσι και Πελούζο, ενώ στον δυτικό μυχό του… … Dictionary of Greek
φωταγωγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωταγώγηση (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., φωταγωγικό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωταψία — η η φωταγώγηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοχυσία — η η πλημμύρα φωτός, η φωταγώγηση, η φωταψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)